- ξυλαποθήκη
- ηαποθήκη ξυλείας ή αποθήκη καυσόξυλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλαποθήκη — η αποθήκη για ξυλεία ή για ξύλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ξυλώνας — ο (Α ξυλών, ῶνος) τόπος όπου εναποτίθενται ξύλα, αποθήκη ξύλων, ξυλαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μηλ ών, νεκρ ών)] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek